παραβάνω
Смотреть что такое "παραβάνω" в других словарях:
παραβάζω — και παραβάνω βάζω κάτι σε μεγαλύτερη ποσότητα από όσο πρέπει ή συνηθίζεται ή από όσο είναι δυνατόν … Dictionary of Greek
παραβάζω — και παραβάνω παράβαλα, παραβάλθηκα, παραβαλμένος, βάζω, τοποθετώ, εισάγω περισσότερο απ όσο πρέπει: Παράβαλες αλάτι στο φαγητό και δεν τρώγεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)